Η αθόρυβη απειλή για την Ελλάδα
Tο δημογραφικό πρόβλημα είναι ένα από τα πιο σημαντικά που καλείται να αντιμετωπίσει σήμερα η χώρα μας.
Ο πληθυσμός μας από το 1970 έχει μπει σε διαδικασία συρρίκνωσης. Αντιλαμβανόμενοι το πρόβλημα, το 1993 έγινε η πρώτη διακομματική Κοινοβουλευτική Eπιτροπή για το δημογραφικό, η οποία κατέληξε ότι πρόκειται για ωρολογιακή βόμβα. Ωστόσο από τότε δεν έχει ληφθεί κανένα ουσιαστικό μέτρο, με τις μετέπειτα κυβερνήσεις, να αρκούνται σε επιδοματικού τύπου πολιτικές, χωρίς μακρόπνοο σχέδιο.
Τα δεδομένα δείχνουν ότι αν συνεχιστεί ο τωρινός ρυθμός γεννήσεων, από 10,7 εκατομμύρια που είμαστε σήμερα, σε 30 χρόνια ο πληθυσμός μας θα είναι 8 εκατομμύρια.
Αντίθετα, η γειτονική μας Τουρκία, θα αριθμεί περίπου 103 εκατομμύρια πληθυσμό.
Οι αριθμοί αυτοί, εάν συγκρίνουμε με το παρελθόν, όπου το 1934, η Τουρκία είχε σχεδόν διπλάσιο πληθυσμό από εμάς, ενώ σε 30 χρόνια φαίνεται ότι θα έχει 12 φορές μεγαλύτερο, είναι τουλάχιστον ανησυχητικοί.
Τι είναι λοιπόν η υπογεννητικότητα και γιατί μας αφορά όλους;
Με τον όρο υπογεννητικότητα εννοούμε τον χαμηλό αριθμό γεννήσεων σε μια χώρα, ιδιαίτερα όταν αυτός ο αριθμός είναι μικρότερος ή όχι σημαντικά μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο αριθμό των θανάτων.
Ο πληθυσμός καθορίζεται από το φυσικό ισοζύγιο, δηλαδή την σχέση μεταξύ γεννήσεων και θανάτων, και από το μεταναστευτικό ισοζύγιο, που αφορά την είσοδο και την έξοδο από την χώρα.
Για να αυξάνεται ένας πληθυσμός, θα πρέπει οι γεννήσεις να υπερκαλύπτουν τους θανάτους. Στην αντίθετη περίπτωση, οι γεννήσεις δεν θα επαρκούν για να αναπληρώσουν την φυσική φθορά του πληθυσμού, ο οποίος αναπόφευκτα θα μειώνεται και σταδιακά θα γερνάει. Στην Ελλάδα, οι θάνατοι ξεπερνούν τις γεννήσεις κατά 40.000 ετησίως.
Αριθμητικά, βάσει εκτιμήσεων, για να αντικατασταθεί μια γενεά και να διατηρηθεί ο πληθυσμός, θα πρέπει ο Δείκτης Ολικής Γονιμότητας (ΔΟΓ), που εκφράζει τον μέσο αριθμό παιδιών ανά γυναίκα παραγωγικής ηλικίας, να είναι 2,1 παιδιά ανά γυναίκα.
Ας δούμε τι σημαίνει αυτό:
Κάθε γυναίκα για να αντικατασταθεί θα πρέπει να φέρει στην ζωή τουλάχιστον μία κόρη.
Στατιστικά σε κάθε 1000 γεννήσεις γεννιούνται 512 αγόρια και 488 κορίτσια. Επομένως, κάνοντας τους υπολογισμούς, για να γεννηθούν 1000 κορίτσια που θα αντικαταστήσουν τις μητέρες τους, πρέπει να γίνουν περίπου 2100 γεννήσεις, δηλαδή 2,1 παιδιά/γυναίκα.
Στην Ελλάδα, ο δείκτης αυτός σήμερα κυμαίνεται σε τιμές 1,3-1,4. (δηλαδή 1000 γυναίκες γεννούν περίπου 1400 παιδιά), ενώ αν αφαιρέσουμε τις γεννήσεις αλλοδαπών, ο δείκτης πέφτει στο 1.
Αυτό συνεπάγεται ότι κάθε νέα γενεά γυναικών θα είναι μικρότερη από την προηγούμενη, σχεδόν η μισή.
Το πρόβλημα της υπογεννητικότητας βέβαια δεν το αντιμετωπίζει μόνο η Ελλάδα. Χώρες όπως Ρουμανία, η Σερβία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Γερμανία και ιδιαίτερα η Βουλγαρία, της οποίας το μοντέλο δυστυχώς ακολουθούμε, παρουσιάζουν ιδιαίτερη συρρίκνωση του πληθυσμού τους.
Η Αλβανία από την άλλη, έχοντας έναν Δείκτη Ολικής Γονιμότητας που έως το 1970 έφτανε το 5(!), σχεδόν τριπλασίασε τον πληθυσμό της. Παρόλο που σήμερα ο δείκτης έχει πέσει στο όριο αντικατάστασης γενεών, δεν αναμένεται σημαντική μείωση του πληθυσμού της για τουλάχιστον δύο δεκαετίες.
Γιατί όμως ολοένα και περισσότερες χώρες έρχονται αντιμέτωπες με την υπογεννητικότητα;
Δεν υπάρχει κάποια ξεκάθαρη απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Πολλοί ειδικοί πιστεύουν ότι είναι επακόλουθο του σύγχρονου, δυτικού τρόπου ζωής που επέφερε μεταβολή του αξιακού πλαισίου με την δημιουργία προτύπων που πολλές φορές είναι μη συμβατά με την δημιουργία οικογένειας.
Εάν εστιάσουμε στην πατρίδα μας, βλέπουμε ότι επιταχυντικό ρόλο στην μείωση των γεννήσεων έπαιξε η οικονομική κρίση, που από το 2009 κλόνισε την χώρα μας. Από την χρονιά εκείνη και μετά, οι γεννήσεις ακολούθησαν την καθοδική πορεία της οικονομίας.
Βέβαια, πρέπει εδώ να τονιστεί ότι το οικονομικό κομμάτι αποτελεί μεν γόνιμο έδαφος, αλλά δεν είναι και απαιτούμενο. Για παράδειγμα, η Γερμανία που δεν αντιμετωπίζει οικονομικό πρόβλημα, έχει από τους μικρότερους αριθμούς γεννήσεων στην Ευρώπη.
Άλλο ένα στοιχείο που παρατηρείται στην Ελλάδα και που αφορά την δημογραφική συρρίκνωση είναι ότι στα χρόνια της κρίσης δημιουργήθηκε ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης νέων από την Ελλάδα, το λεγόμενο brain drain.
Χαρακτηριστικά, μέχρι και το 2018, ο συνολικός αριθμός νέων που εγκατέλειψαν την χώρα άγγιζε τις 500.000.
Η απώλεια του ακμαιότερου τμήματος του πληθυσμού μας επηρεάζει αρνητικά και το δημογραφικό αλλά και το οικονομικό ζήτημα της χώρας. Η μείωση του εργατικού δυναμικού στέκεται εμπόδιο στην οικονομική ευμάρεια, καθώς στερούμαστε σε παραγωγικότητα, έρευνα, καινοτομία, τομείς καθοριστικούς για την ανάπτυξη μιας οικονομίας.
Το εργατικό δυναμικό δεν φθίνει μόνο, ταυτόχρονα γερνάει. Ειδικότερα, οι 15-64 ετών, από 7 εκατομμύρια που ήταν το 2015, αναμένεται το 2035 να είναι περίπου 6 εκατομμύρια, επομένως ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός θα μειωθεί κατά περίπου 1 εκατομμύριο.
Η μείωση αυτή των παραγωγικών ηλικιών και η αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων διαταράσσουν την χρηματοοικονομική βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος και του συστήματος υγείας. Κι αυτό γιατί οι συντάξεις και οι παροχές υγείας ενός διαρκώς αυξανόμενου αριθμού ατόμων θα καταβάλλονται από εισφορές και φόρους από ένα συνεχώς μειούμενο αριθμό εργαζομένων, το οποίο νομοτελειακά θα οδηγήσει σε κατάρρευση του οικονομικού συστήματος και του κράτους πρόνοιας.
Αυτή η παρατήρηση είναι μόνο μία από τις επιπτώσεις του δημογραφικού προβλήματος για μια χώρα.
Μία άλλη συνέπεια, είναι η απειλή της συνέχειας του έθνους. Ένα έθνος, για παράδειγμα το ελληνικό, δεν είναι μόνο ο πληθυσμός του. Είναι η κοινή ιστορία, οι αξίες και οι αρχές του που το διέπουν και το διακρίνουν από τα υπόλοιπα.
Και στο σημείο αυτό έρχονται εκείνοι που υποστηρίζουν ότι το δημογραφικό θα λυθεί με τους μετανάστες.
Η Ελλάδα δέχεται μεγάλες μεταναστευτικές ροές από χώρες της Αφρικής και της Ασίας, μέσω της Τουρκίας, που εντάθηκαν από το 2015 και μετά.
Μετανάστες που έχουν διαφορετική κουλτούρα και αξίες από τον δυτικό κόσμο. Οι κοινωνίες έχουν δυνατότητες ενσωμάτωσης, όμως έχουν και ένα όριο. Η αθρόα είσοδος μεταναστών, κυρίως αναπαραγωγικής ηλικίας, θα οδηγήσει σταδιακά σε αντικατάσταση πληθυσμού και θα αλλάξει την φυσιογνωμία της Ελλάδας.
Μπορούν όλοι αυτοί να ενσωματωθούν; Και κυρίως, θέλουν να ενσωματωθούν;
Μπορεί να δημιουργηθεί μια συνεκτική κοινωνία προερχόμενη από 80 διαφορετικές φυλές;
Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, και χωρίς καμία διάθεση συνωμοσιολογίας, αλλά κοιτώντας τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση, η εγκατάσταση πολλών χιλιάδων μουσουλμάνων μεταναστών στο εσωτερικό της χώρας μας, εκτός από την αλλαγή στην φυσιογνωμία της, μπορεί να θέσει και ζητήματα μειονοτήτων ή δυνατότητες υπόγειων χειρισμών, από αυτούς που διαχρονικά επιζητούν την αποσταθεροποίηση της χώρας.
Και τότε, ίσως η δημογραφική συρρίκνωση να μην είναι το μόνο που θα μας απασχολεί.
Η λύση στο δημογραφικό πρέπει να αναζητηθεί αλλού.
Ο τρόπος με τον οποίο άλλες χώρες αντιμετώπισαν το πρόβλημα, μας δείχνει προς τα πού πρέπει να βαδίσουμε.
Το Ισραήλ για παράδειγμα, που από το 1970 κατάλαβε ότι βρίσκεται σε φάση συρρίκνωσης, επένδυσε στην προσέλκυση νέων ή επιστρεφόντων πολιτών που θέλουν να πολιτογραφηθούν κάτοικοι Ισραήλ, στους οποίους προσφέρει ειδικές φοροαπαλλαγές. Παράλληλα, οι εξωσωματικές γονιμοποιήσεις εκεί είναι δωρεάν, όπως και στην Ουγγαρία.
Η Γαλλία από την άλλη, που από πολύ νωρίς ασχολείται με το δημογραφικό πρόβλημα, παρέχει ένα σύστημα οικονομικών ελαφρύνσεων και επιδομάτων σε όσες οικογένειες επιθυμούν να κάνουν παιδιά ή είναι πολύτεκνες.
Οι δε Σκανδιναβικές χώρες, που αποτελούν πρότυπο στον αριθμό γεννήσεων, έχουν δημιουργήσει ένα κράτος αρωγό. Ολόκληρο το σύστημα υποστηρίζει την οικογένεια, ακόμα και την ανύπαντρη μητέρα, παρέχοντας αυξημένη κρατική πρόνοια και ευθύνη ανατροφής.
Βέβαια, παρουσιάζουν και αντίστοιχα πρότυπα στους πολίτες.
Μπορούμε λοιπόν να ανατρέψουμε την κατάσταση.
Χρειάζεται απλά μια πολιτική διακομματική και εθνική, η οποία θα ακολουθείται ανεξαρτήτως κυβερνήσεων.
Μία αρχή αποτελεί ήδη η δημιουργία του Υφυπουργείου Δημογραφικής Πολιτικής, σκοπός του οποίου είναι να επιβλέπει το θέμα των γεννήσεων και των δημογραφικών εξελίξεων στην χώρα μας.
Χρειάζονται όμως μέτρα τέτοια ώστε να δημιουργηθούν οι συνθήκες που όσοι θέλουν να κάνουν οικογένεια δεν θα έχουν το άγχος της συντήρησης.
Για παράδειγμα, ενισχύσεις οικονομικής φύσης, όπως φορολογικές ελαφρύνσεις και ειδικές εκπτώσεις για τους πολύτεκνους, στεγαστικά βοηθήματα και δάνεια, οικογενειακά επιδόματα με παράλληλη ενίσχυση του κράτους πρόνοιας. Σε ένα βαθμό, το κράτος θα μπορούσε να αναλάβει ένα μέρος της ανατροφής των παιδιών, με την παροχή γευμάτων στα σχολεία ή με κάλυψη ιατροφαρμακευτικών αναγκών μέχρι κάποια ηλικία.
Μια ακόμα κατεύθυνση είναι η εναρμόνιση της οικογενειακής και της επαγγελματικής ζωής. Κυρίως οι γυναίκες δεν θα πρέπει να αισθάνονται ανασφάλεια για το τι θα γίνει με την εργασία τους εάν αποκτήσουν παιδιά, εάν θα τα καταφέρουν. Η επάνοδος στην πρότερη της εγκυμοσύνης εργασία είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί, σε συνδυασμό με επαρκή χορήγηση γονικής άδειας και για τους δύο γονείς. Παράλληλα, η πολιτεία πρέπει να φροντίσει ώστε να λειτουργεί ικανοποιητικός αριθμός παιδικών σταθμών, ολοήμερων σχολείων αλλά και δομών για την δημιουργική απασχόληση παιδιών.
Ας δούμε όμως πώς μπορούν να βοηθήσουν και οι νέες τεχνολογικές δυνατότητες που αναδείχθηκαν λόγω της πανδημίας.
Μέχρι πριν ένα χρόνο, δεν μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι θα μπορεί να βρίσκεται στην Ελλάδα και να δουλεύει μέσω τηλεργασίας σε χώρα του εξωτερικού. Μήπως αυτό είναι μια ευκαιρία ώστε να γυρίσουν στην χώρα μας οι νέοι που έφυγαν προς αναζήτηση εργασίας έξω;
Ταυτόχρονα, αξιοποιώντας την εξέλιξή αυτή στον χώρο της εργασίας, μπαίνουν οι βάσεις για την αποσυμφόρηση του κέντρου και την αναζωογόνηση των επαρχιών, καθώς είναι γεγονός ότι στις πόλεις πια δεν υπάρχει πολύς χώρος για την ανάπτυξη μιας οικογένειας.
Και γιατί όχι να δοθούν παραπάνω κίνητρα ώστε να επιστρέψουν οι νέοι στην επαρχία; Θα μπορούσε για παράδειγμα η κυβέρνηση να παραχωρήσει γη, να προβεί σε απαλλαγή από τον ΕΝΦΙΑ και άλλες φορολογικές ελαφρύνσεις, παράλληλα όμως θα πρέπει να ενισχυθεί το περιφερειακό ιατρικό σύστημα, ώστε κανείς να μην νιώθει αποκλεισμένος και να αποτελεί αυτό αποτρεπτικό παράγοντα στην γέννηση ενός παιδιού.
Ακούστε όμως και μία πιο τολμηρή πρόταση: ο κος Αναστάσιος Λαυρέντζος, αναλυτής και επί χρόνια ερευνητής των δημογραφικών εξελίξεων στην χώρα μας, προτείνει όσοι έχουν γεννήσει 3 ή περισσότερα παιδιά να έχουν διαφορετική σύνταξη από όσους επέλεξαν να μην κάνουν παιδιά, υπό την σκοπιά ότι αυτά τα παιδιά είναι που θα πληρώνουν τις συντάξεις αύριο.
Καταλήγουμε λοιπόν στο ότι θα πρέπει να καταβληθεί μια πολύπλευρη προσπάθεια, που στηρίζεται σε τρεις βασικούς πυλώνες: την αύξηση των γεννήσεων, την μείωση της μεταναστευτικής εκροής των νέων μας και την ορθή διαχείριση των μεταναστευτικών ροών στο εσωτερικό της χώρας.
Το πρόβλημα της υπογεννητικότητας απειλεί την συνέχεια του ελληνικού πληθυσμού και γι’ αυτό θα πρέπει να λάβουμε άμεσα μέτρα. Είναι μια κατάσταση δύσκολη, την οποία όμως μπορούμε να ανατρέψουμε, εάν καταλάβουμε την σημαντικότητα της.